- οδονάρια
- ὀδονάρια και ὀβδονάρια και ὀδόνια, τὰ (Μ)υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τα πόδια ή, κατ' άλλους, επιμήκη υφάσματα με τα οποία οι συγκλητικοί που εισέρχονταν στο παλάτι σκούπιζαν τα χέρια τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. οdο, -ōnis / udo, -ōnis «είδος υποδημάτων»].
Dictionary of Greek. 2013.