οδονάρια

οδονάρια
ὀδονάρια και ὀβδονάρια και ὀδόνια, τὰ (Μ)
υφάσματα με τα οποία περιτύλιγαν τα πόδια ή, κατ' άλλους, επιμήκη υφάσματα με τα οποία οι συγκλητικοί που εισέρχονταν στο παλάτι σκούπιζαν τα χέρια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. οdο, -ōnis / udo, -ōnis «είδος υποδημάτων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οδώνιον — ὀδώνιον, τὸ (Α) είδος υποδημάτων από ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λατ. odo, ōnis / udo, ōnis «είδος υποδημάτων» (βλ. και οδονάρια, ουδών)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”